Άτυπος εμφύλιος στις ΗΠΑ
Γράφει ο δημοσιογράφος
ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ
Η δεύτερη απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ δεν αφήνει καμία αμφιβολία ακόμα και στους πιο δύσπιστους, ότι ο πρώην Πρόεδρος και τώρα υποψήφιος έχει δαιμονοποιηθεί από το αμερικανικό βαθύ κράτος, το Δημοκρατικό Κόμμα και το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας στις ΗΠΑ (Μίντια, ακαδημαϊκοί κ.λπ.). Ήταν, λοιπόν, πολύ πιθανό, αυτή η συστηματική δαιμονοποίηση να οπλίσει το χέρι κάποιου, που –στην καλύτερη περίπτωση!– θεώρησε πως σκοτώνοντάς τον θα έσωζε τις ΗΠΑ.
Δεν έπρεπε να εντυπωσιάζει η πρωτοφανής διπλή απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ, όταν χαρακτηρίζεται «Χίτλερ», «πράκτορας του Πούτιν», «καταστροφή για την Αμερική» (και όσα ακόμα έχουμε ακούσει, όχι από ανώνυμους στα social media, αλλά από επίσημες φωνές). Όταν επιπροσθέτως έχει υποστεί αλλεπάλληλες ποινικές διώξεις για υποθέσεις που δε θα είχαν ποτέ απασχολήσει τη Δικαιοσύνη, εάν αφορούσαν κάποιον άλλο πολιτικό.
Ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος έχει μετατραπεί εδώ και πολλά χρόνια σε «μαύρο πρόβατο» κι αυτό, όπως διδάσκει η Ιστορία, έχει συχνά πρακτικές συνέπειες, ειδικά όταν η επιχείρηση δαιμονοποίησης και δίωξης έχει φέρει τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ο Τραμπ σάρωσε στη μάχη για το χρίσμα, έχει θέσει υπό τον έλεγχό του το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και έχει συσπειρώσει γύρω του τον κορμό της «βαθιάς Αμερικής».
Δημοσκόπηση του Ipsos για τη δίωξη Τραμπ είχε δείξει καθαρά το διχασμό της αμερικανικής κοινωνίας. Ενώ το 84% των Δημοκρατικών συμφωνούσε με την άσκηση δίωξης, μόνο το 16% των Ρεπουμπλικάνων είχε την ίδια γνώμη. Ενώ πριν τη δίωξη προηγείτο με 48% στην κούρσα για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, μετά προηγήθηκε με 58%. Το 40% των Αμερικανών, μάλιστα, είχε δηλώσει ότι μετά τη δίωξη ήταν περισσότερο πιθανό να τον ψηφίσει, ενώ μόνο το 12% είχε δηλώσει ότι ήταν λιγότερο πιθανό.
Εάν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, ο Τραμπ είναι η κορυφή του παγόβουνου, το παγόβουνο είναι ο Τραμπισμός. Ο Τραμπισμός αποτυπώνει το βαθύ διχασμό της αμερικανικής κοινωνίας, ο οποίος έχει προσλάβει διαστάσεις υφέρποντος εμφυλίου πολέμου. Οι ΗΠΑ δεν έφθασαν σ’ αυτό το σημείο χωρίς αιτία. Ήταν οι οικονομικές – κοινωνικές διαφοροποιήσεις της τελευταίας 20ετίας που κατέστησαν εφικτή την εκλογή Τραμπ. Όπως κατέστησαν δυνατό ο Σάντερς, ένας σοσιαλιστής από το μικρό και ασήμαντο Βερμόντ, να διεκδικήσει το 2016 επί ίσοις όροις το χρίσμα των Δημοκρατικών από τη Χίλαρι Κλίντον.
ΠΡΙΟΝΙΣΑΝ ΤΟ ΚΛΑΔΙ ΠΟΥ ΚΑΘΟΝΤΑΙ
Αυτή η αλλαγή δεν είναι αμερικανική ιδιοτροπία. Το Brexit μπορεί να πάτησε στον παραδοσιακό βρετανικό ευρωσκεπτικισμό, αλλά πήγασε από την ίδια μήτρα της αντισυστημικής ψήφου που αλλάζει τον πολιτικό χάρτη σ’ όλη τη Δύση. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Σημασία έχει το γεγονός, ότι η παραδοσιακή πολιτική ηγεμονία του διδύμου της «φιλελεύθερης συναίνεσης», δηλαδή της φιλελέ Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς, αμφισβητείται εντόνως από τους πολίτες. Τα μικρομεσαία στρώματα, που στρέφουν μαζικά την πλάτη στις παραδοσιακά κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις, δεν έχουν, βεβαίως, προσβληθεί από κάποιον ιδεολογικοπολιτικό ιό που τα ωθεί στα άκρα. Η κύρια αιτία που αμφισβητούν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων είναι, ότι αυτή περισσότερο ή λιγότερο ανατρέπει τις σταθερές του βίου τους σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Δύσης.
Οι τεκτονικές αλλαγές που προκάλεσε και εν μέρει συνεχίζει να προκαλεί στις δυτικές κοινωνίες η κρίση του 2008 και η οποία επιδεινώθηκε από την πανδημία και στη συνέχεια από τον πόλεμο στην Ουκρανία, δε θα ήταν χωρίς πολιτικές συνέπειες. Η οικονομική κρίση, άλλωστε, δεν έπεσε από τον ουρανό. Είναι αυθεντικό προϊόν της απληστίας της ολιγαρχίας του χρήματος. Η ανισοκατανομή του πλούτου έχει προσλάβει τρομακτικές διαστάσεις. Σύμφωνα με τη New York Times, στη δεκαετία του 1990 το 1% των Αμερικανών προσποριζόταν το 45% της αύξησης του ΑΕΠ. Στην οκταετία του Μπους (2000-08) το 1% των Αμερικανών προσποριζόταν το 65% και στην οκταετία του Ομπάμα το 93%!
Παραδοσιακά, η Κεντροδεξιά και η Κεντροαριστερά εδραίωσαν τη μακρόχρονη πολιτική ηγεμονία τους στις δυτικές κοινωνίες στο άρρητο κοινωνικό συμβόλαιο, με βάση το οποίο εξασφάλιζαν στα μικρομεσαία στρώματα ευημερία και Κοινωνικό Κράτος, ή ένα συνδυασμό των δύο. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, όμως, συνέκλιναν και λειτούργησαν σαν όχημα της παγκοσμιοποίησης και εφαρμοστές της ατζέντας του νεοφιλελευθερισμού. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ροκάνισαν το κλαδί που κάθονται. Για μία περίοδο η ευημερία συντηρήθηκε με δημόσιο δανεισμό, αλλά στη συνέχεια ήλθε αναπόφευκτα η λιτότητα. Με όργανο τις πολιτικές ελίτ, η ολιγαρχία του χρήματος με κυνισμό αποδομεί τα αμορτισέρ που μεταπολεμικά όχι μόνο διατήρησαν την κοινωνική ειρήνη, αλλά και τροφοδότησαν την οικονομική ανάπτυξη.
Η προεδρία Ομπάμα μετρίασε την κρίση στις ΗΠΑ, αλλά μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δυσκολεύεται και εκεί να επιβιώσει αξιοπρεπώς. Δεν πρόκειται μόνο για τις μειονότητες και τους παραδοσιακά περιθωριοποιημένους. Η παγκοσμιοποίηση πετάει έξω από το «τρένο» μικρομεσαίους άλλοτε νοικοκυραίους και ειδικά την παραδοσιακή λευκή εργατική τάξη της «βαθιάς Αμερικής» που έχει πληγεί καίρια από την αποβιομηχάνιση. Η εκλογή Τραμπ το 2016, λοιπόν, ήταν το προϊόν αυτής ακριβώς της κοινωνικής δυναμικής. Μία ματιά στον αμερικανικό εκλογικό χάρτη του 2016 και του 2020 δείχνει ότι η Χίλαρι, και μετά ο Μπάιντεν, ψηφίσθηκαν κατά κανόνα από την ανώτερη τάξη και τα μεσαία στρώματα, που έχουν ενσωματωθεί στο πλαίσιο του οικονομικού φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Επίσης, από τις μειονότητες (μαύροι, ισπανόφωνοι, μουσουλμάνοι κ.α.) που φοβήθηκαν από την αντι-μεταναστευτική ρητορική του Τραμπ.
Η ΔΙΩΞΗ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ
ΚΑΙ Ο «ΒΑΛΤΟΣ»
Η υπόσχεση του Τραμπ, ότι με την επιβολή δασμών θα έφερνε πίσω μεγάλες εταιρείες και θέσεις εργασίας, άγγιζε ευαίσθητες χορδές εκατομμυρίων Αμερικανών, που άμεσα ή έμμεσα έχουν πληγεί από την αποβιομηχάνιση. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτούργησε και η ρητορική του για λήψη δραστικών μέτρων εναντίον του ρεύματος της παράνομης μετανάστευσης. Η είσοδος μεταναστών παροξύνει το ένστικτο αυτοσυντήρησης κοινωνιών που νοιώθουν ότι απειλούνται με φτωχοποίηση. Γι’ αυτά τα τμήματα του πληθυσμού, ο ανταγωνισμός από τη φθηνή εργασία των μεταναστών βιώνεται σαν πρόσθετη απειλή.
Στη «βαθιά Αμερική» των συντηρητικών λευκών εργατικών και αγροτικών στρωμάτων, επικρατεί ένα αίσθημα νοσταλγίας για τις παλιές καλές ημέρες και ένα κράμα απόγνωσης και οργής για το σήμερα της μιζέριας, της απαξίωσης και της περιθωριοποίησης. Αυτά ακριβώς εξέφρασε ο Τραμπ, υποσχόμενος ότι θα καθαρίσει το «βάλτο» της Ουάσιγκτον. Είναι από τις ειρωνείες της Ιστορίας, ότι το ρόλο αυτό τον έπαιξε ένας δισεκατομμυριούχος, δημιουργώντας ολόκληρο κοινωνικό-πολιτικό κίνημα.
Τα όσα επαγγέλθηκε ο Τραμπ απέκτησαν αξιοπιστία στα μάτια της «βαθιάς Αμερικής», όχι τόσο από τις δικές του πράξεις όσο από τον τρόπο που τον αντιμετώπισε το κατεστημένο. Σύσσωμο σχεδόν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα μεγάλα Μίντια και ισχυρές μερίδες των αμερικανικών και διεθνών αρχουσών ελίτ, είχαν στηρίξει με πάθος τη Χίλαρι το 2016 και τον Μπάιντεν το 2020, επιχειρώντας ταυτοχρόνως με κάθε τρόπο να γελοιοποιήσουν τον Τραμπ. Ακόμα και η ελίτ των Ρεπουμπλικάνων, όχι μόνο είχαν σταθεί απέναντί του, αλλά και συμμετείχαν στη δαιμονοποίησή του.
Ο ΤΡΑΜΠΙΣΜΟΣ ΕΧΕΙ ΡΙΖΕΣ
Ο Τραμπ είναι και λαϊκιστής και τοξικός. Το απέδειξε και πριν κι αφού εγκαταστάθηκε στο Λευκό Οίκο, αλλά και μετά, μέχρι τώρα που διεκδικεί την επάνοδό του. Ο κύριος λόγος, ωστόσο, που έγινε «κόκκινο πανί» για το φιλελέ κατεστημένο ήταν ότι έθιξε –τουλάχιστον στα λόγια– τα ιερά και τα όσιά του, δηλαδή την παγκοσμιοποίηση. Από την άλλη, είναι τέτοια η περιφρόνηση που επιδεικνύουν οι άρχουσες ελίτ προς το «πόπολο» και έχει γίνει τέτοια κατάχρηση στην πλύση εγκεφάλου, που έχει φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Όταν τα κατεστημένα Μίντια επιτίθενται με πάθος εναντίον του Τραμπ, ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας αντανακλαστικά υιοθετεί την αντίθετη θέση και ταυτίζεται μαζί του. Γι’ αυτό και η δαιμονοποίηση και δίωξη του Τραμπ έχουν μετατραπεί σε μπούμερανγκ.
Η παραδοσιακή διαχωριστική γραμμή Δημοκρατικοί – Ρεπουμπλικάνοι έχει μεταλλαχθεί από τον Τραμπισμό. Ο νέος διχασμός αναδύεται από τα σπλάχνα της αμερικανικής κοινωνίας και πηγάζει από την οικονομική – κοινωνική πραγματικότητα και όχι από επιφανειακές πολιτικές ταυτίσεις. Η ρητορική του Τραμπ στόχευσε τους Αμερικανούς που η παγκοσμιοποίηση πετάει έξω από το «τρένο» και τους οποίους η Κλίντον είχε αποκαλέσει ωμά «θλιβερούς ανθρώπους». Στην πραγματικότητα, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, αναπτύχθηκε και παγιώθηκε μία συγκρουσιακή, ιδιότυπα αντισυστημική και συχνά ανορθολογική ιδεολογική τάση, που είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται στους κόλπους της λαϊκής βάσης των Ρεπουμπλικάνων.
Ανεξαρτήτως της νίκης ή ήττας του Τραμπ στις εκλογές του Νοεμβρίου, ο Τραμπισμός έχει ήδη αφήσει βαθύ ίχνος στην αμερικανική ιστορία, με την έννοια ότι αποτελεί πλέον απτή πολιτική πραγματικότητα, που εκ των πραγμάτων επηρεάζει τις πολιτικές ισορροπίες στις ΗΠΑ. Η αμερικανική κοινωνία είναι πιο βαθιά παρά ποτέ διχασμένη και με συγκρουσιακή τάση. Το υφιστάμενο ιδεολογικό-πολιτικό ρήγμα δεν πρόκειται να γεφυρωθεί, επειδή ακριβώς τροφοδοτείται από το οικονομικό-κοινωνικό ρήγμα. Κι αυτό δε θα αλλάξει, βεβαίως, εάν δολοφονήσουν –όπως προσπάθησαν– τον Τραμπ, ή εάν εκλεγεί η Κάμαλα Χάρις.