Από τη μία επιδιώκει τη γιγάντωσή της, από την άλλη ζητάει συνεργασία με τις ΗΠΑ
Αναζητώντας εμφανώς μια νέα ισορροπία στη σχέση της με την Ουάσιγκτον χωρίς, όμως, να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες της να ανταγωνιστεί την υπερδύναμη, η Κίνα κινείται παράλληλα προς δύο κατευθύνσεις: Αφενός, δεσμεύει άνευ προηγουμένου πόρους σε έρευνα και ανάπτυξη στις υψηλές τεχνολογίες, και ειδικότερα σε κλάδους όπως οι μικροεπεξεργαστές, με στόχο να απεξαρτήσει την κινεζική βιομηχανία από τις εισαγωγές αμερικανικού τεχνολογικού υλικού. Αφετέρου, τείνει κλάδο ελαίας στην υπερδύναμη και, προκειμένου να διαλύσει το ψυχροπολεμικό κλίμα που καλλιέργησε ο Ντόναλντ Τραμπ, ζητεί συνεργασία ανάμεσα στις κινεζικές και τις αμερικανικές βιομηχανίες και εκφράζει την ελπίδα πως θα βρεθεί κοινό έδαφος στα συμφέροντα των δύο χωρών.
Η εικόνα προκύπτει ανάγλυφη από τα όσα εξήγγειλε η κινεζική ηγεσία στο ετήσιο συνέδριο του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου, στο πλαίσιο του οποίου παρουσιάστηκε η στρατηγική με την οποία θα επιδιώξει ο ασιατικός οικονομικός γίγαντας την περαιτέρω άνοδό του στη διεθνή σκηνή μέσα στην επόμενη πενταετία.
Παρουσιάζοντας το στρατηγικό σχεδιασμό του Πεκίνου, ο Κινέζος πρωθυπουργός, Λι Κετσιάνγκ, κατέστησε σαφές ότι η δεύτερη οικονομία στον κόσμο ανταγωνίζεται ευθέως την πρώτη, αλλά και επιδιώκει την απεξάρτησή της από αυτήν. Όπως τόνισε, στόχος της Κίνας είναι να σημειώσει «μείζονα πρόοδο στις σημαντικότερες τεχνολογίες», όπως οι ημιαγωγοί, τα λειτουργικά συστήματα, οι επεξεργαστές και το «νέφος» στο Ίντερνετ, στους κλάδους δηλαδή στους οποίους έχει σαφή υπεροχή η αμερικανική βιομηχανία.
Το Πεκίνο πρόκειται να αυξήσει κατά 7% τα κονδύλια για την έρευνα και την ανάπτυξη στους επίμαχους κλάδους, αλλά και για την τεχνητή νοημοσύνη, τη ρομποτική, τη βιοτεχνολογία, ακόμη και για την τεχνολογία του Διαστήματος, την εξερεύνηση των δύο πόλων του πλανήτη και του βάθους των θαλασσών. Όπως τόνισε ο Κινέζος πρωθυπουργός, εκ των πραγμάτων οι δαπάνες στους στρατηγικούς τομείς «θα αντιπροσωπεύουν σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό του κινεζικού ΑΕΠ τα επόμενα πέντε χρόνια» σε σύγκριση με αυτό που αντιπροσώπευαν την περασμένη πενταετία.
Όπως υπογραμμίζουν αναλυτές της αγοράς, είναι σαφής η προσπάθεια του Πεκίνου να διασφαλίσει αυτάρκεια της κινεζικής οικονομίας σε καίριους τομείς, όπως εκείνος των μικροεπεξεργαστών, όχι μόνο για να απεξαρτηθεί από τις αμερικανικές βιομηχανίες, αλλά και για να θωρακισθεί έναντι απρόβλεπτων ρηγμάτων στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, όπως η έλλειψη μικροεπεξεργαστών που προκάλεσε η πανδημία, πλήττοντας τις βιομηχανίες πολλών κλάδων ανά τον κόσμο. Στο μεταξύ, το Πεκίνο συνοδεύει τις εκτεταμένες δαπάνες για την έρευνα στην υψηλή τεχνολογία με έναν εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο που ανακοίνωσε ο Κινέζος πρωθυπουργός, να καλύψει το 56% της αχανούς χώρας με τα ταχύτατα δίκτυα πέμπτης γενιάς, τα 5G.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια να διατηρήσει λεπτές ισορροπίες και να μην αντιμετωπίσει την εχθρότητα της Αμερικής του Μπάιντεν: επιχειρεί μια νέα προσέγγιση με την υπερδύναμη, καθώς ζητάει συνεργασία διά στόματος του Κινέζου πρωθυπουργού.
Παράλληλα με τους στρατηγικούς στόχους της Κίνας, ο κ. Λι υπογράμμισε πως η χώρα του επιζητεί τη συνεργασία με τις ΗΠΑ και υποσχέθηκε πως θα επιδιώξει τις επιχειρηματικές σχέσεις και την επίτευξη κοινώς επωφελών στόχων χωρίς, όμως, να δώσει λεπτομέρειες. Ήταν, άλλωστε, εμφανής η προσπάθεια του Κινέζου πρωθυπουργού να αλλάξει το κλίμα της αντιπαράθεσης που επικράτησε ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου στη διάρκεια της θητείας Τραμπ. Το αντανακλούσαν οι προσεκτικές διατυπώσεις του Κινέζου πρωθυπουργού για συνεργασία «με ισοτιμία και αμοιβαίο σεβασμό».
© REUTERS, BLOOMBERG
Ετοιμάζει αντεπίθεση στην κινεζική επέλαση ο Τζο Μπάιντεν
Προτού ακόμη αναλάβει καθήκοντα ο Τζο Μπάιντεν, πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές προεξοφλούσαν πως η στάση του προς την Κίνα δε θα χαρακτηρίζεται μεν από την απροκάλυπτη και «χαοτική» επιθετικότητα του προκατόχου του, αλλά θα κινηθεί επί της ουσίας στις ίδιες προδιαγεγραμμένες κατευθύνσεις. Ίσως η σημαντικότερη παράμετρος που αναμένεται να τη διαφοροποιήσει από τη στάση της κυβέρνησης Τραμπ είναι η πρόθεση του Τζο Μπάιντεν να συσπειρώσει τις δυνάμεις του με τους συμμάχους των ΗΠΑ σε ένα ενιαίο μέτωπο κατά της Κίνας.
Ήταν, ως εκ τούτου, αναμενόμενη η δυσφορία που διέρρευσε από το Λευκό Οίκο, όταν στην εκπνοή του περασμένου έτους η Ε.Ε. υπέγραψε συμφωνία με την Κίνα για τις αμοιβαίες επενδύσεις. Ανεξάρτητα, όμως, από το ποιος μπορεί ή θέλει να συνταχθεί με την Ουάσιγκτον, με στόχο την ανάσχεση της κινεζικής επέλασης, η κυβέρνηση Μπάιντεν δε δείχνει διάθεση για ήπια στάση προς το Πεκίνο. Τόσο η νέα υπουργός Εμπορίου, Τζίνα Ραϊμόντο, όσο και η νέα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, δεν έχουν αφήσει περιθώρια για αμφιβολία. Όπως μάλιστα τόνισαν στο Bloomberg πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές, οι δύο κυρίες που θα χαράξουν οικονομική και εμπορική πολιτική δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ακόμη και όρους που μπορούσαν εύκολα να θυμίσουν την τεχνοτροπία της προηγούμενης κυβέρνησης. Η κ. Ραϊμόντο έχει μιλήσει για πρακτικές της Κίνας που «πλήττουν τους Αμερικανούς εργαζόμενους και εμποδίζουν τις αμερικανικές βιομηχανίες να ανταγωνιστούν». Και η κ. Γέλεν έχει εκφράσει την πρόθεση της υπερδύναμης «να χρησιμοποιήσει όλο το οπλοστάσιό της» για να αντιμετωπίσει τις αθέμιτες πρακτικές της Κίνας, όπως «το ντάμπινγκ στα προϊόντα, η επιβολή περιορισμών σε εμπορικές συναλλαγές και οι παράνομες κρατικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις».
Ομοίως, το σκληρό αλλά ευέλικτο και διπλωματικό πρόσωπο της Ουάσιγκτον θα δείξει στην Κίνα η νέα εκπρόσωπος Εμπορίου, η Κάθριν Τάι, παιδί Κινέζων μεταναστών, που δήλωσε ενώπιον του Κογκρέσου πως από την εμπειρία της ως συμβούλου προκατόχου της, γνωρίζει την ανάγκη να καταστεί η ασιατική δύναμη υπόλογη για τις αθέμιτες πρακτικές της στο εμπόριο, αλλά και πόσο αναγκαία είναι μια επιδέξια πολιτική από πλευράς των ΗΠΑ.
Σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον πρόεδρο των ΗΠΑ, δεν έκρυψε την ανησυχία του για την επέλαση της Κίνας, ούτε την αποφασιστικότητά του να την ανακόψει. Μετά την πρώτη συνομιλία που είχε, από την ανάληψη των καθηκόντων του, με τον Κινέζο ομόλογό του, ο κ. Μπάιντεν προειδοποίησε σε διακομματική επιτροπή του Κογκρέσου, ότι η Κίνα αποτελεί το «σοβαρότερο ανταγωνιστή» της Αμερικής. Σε αντίθεση με τα μειλίχια σχόλια του Κινέζου προέδρου, ο οποίος πρότεινε συνεργασία για κοινό όφελος, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει καταστήσει σαφές πως δε βλέπει περιθώρια για συμπόρευση με το Πεκίνο. Έχει ερμηνεύσει ως άμεση απειλή για την υπερδύναμη τις εκτεταμένες επενδύσεις του Πεκίνου σε μεταφορές, περιβάλλον, τεχνολογία κ.λπ. και έχει προειδοποιήσει πως «πρέπει να σπεύσουμε, γιατί αν δεν κινηθούμε, θα φάνε το φαγητό μας».
ΣΤΑ ΑΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ, ΟΙ ΗΠΑ ΑΠΑΝΤΟΥΝ
ΜΕ ΣΠΑΝΙΕΣ ΓΑΙΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ
«Ο κόσμος στρέφεται προς Ανατολάς και ταχύτατα». Με τη φράση αυτή, η Φρανσουάζ Χουάνγκ, οικονομολόγος ειδικευμένη σε θέματα Ασίας – Ειρηνικού στην Euler Hermes, κατέγραφε στα μέσα Ιανουαρίου τα επιτεύγματα με τα οποία απειλεί η Κίνα να εκθρονίσει τις ΗΠΑ από τη θέση της παγκόσμιας υπερδύναμης. Η διαπίστωσή της, την οποία πολλοί θεωρούν καθυστερημένη κατά δύο δεκαετίες, ήταν απότοκος των όσων στοιχείων έβλεπαν εκείνες τις ημέρες το φως της δημοσιότητας: ότι η Κίνα άφησε πίσω της το σοκ της πανδημίας πολύ ταχύτερα από τον υπόλοιπο κόσμο και σημείωσε θετικό ρυθμό ανάπτυξης το περασμένο έτος και ότι η ικανότητα της Κίνας να αναπτύσσεται και υπό τις χείριστες συνθήκες, όταν ο υπόλοιπος κόσμος βυθίζεται στην ύφεση, συνεπάγεται πως το ΑΕΠ της θα υπερβεί εκείνο των ΗΠΑ μέσα στη δεκαετία, δηλαδή αρκετά χρόνια νωρίτερα από όσα είχε αρχικά προβλεφθεί. Επίσης, η Κίνα υπερέβη ήδη τις ΗΠΑ ως προς τις άμεσες ξένες επενδύσεις που προσείλκυσαν οι δύο χώρες το περασμένο έτος. Και βέβαια, ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, από τη στιγμή που ανέλαβε το τιμόνι της δεύτερης οικονομίας στον κόσμο, δεν έχει κρύψει τη φιλοδοξία του να αναδείξει την Κίνα σε παγκόσμια υπερδύναμη.
Όπως αναφέρει η Τζιλ Ντάισις, αναλύτρια του CNN για θέματα Ασίας, δύσκολα μπορεί να αγνοήσει κανείς την οικονομική ισχύ της Κίνας. Τα ισχυρότερα διεθνή funds, όπως τα Fidelity και Invesco, έχουν δεσμεύσει εκατοντάδες εκατ. δολάρια στην κινεζική εφαρμογή TikTok, ενώ αμερικανικές εταιρείες όπως οι Costco, Tesla και Starbucks έχουν εκτεταμένες επενδύσεις στην ασιατική δύναμη.
Και στη διάρκεια του 2020 η Κίνα δανείστηκε για πρώτη φορά με αρνητικά επιτόκια, προσελκύοντας τους μεγαλύτερους επενδυτές από όλο τον κόσμο, από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Όλα κατατείνουν στη δυσοίωνη πρόβλεψη του Νταν Μπλούμενταλ, διευθυντή ασιατικών μελετών στο American Enterprise Institute, ότι «προϊόντος του χρόνου οι επιχειρήσεις άλλων χωρών θα μείνουν χωρίς επενδύσεις γιατί θα τις έχουν απορροφήσει όλες οι κινεζικές και θα τις έχει εξαφανίσει η κινεζική πανοπλία των αθέμιτων πρακτικών κατά του ανταγωνισμού».
Σύμφωνα, όμως, με τον Ρίαν Χας, που κατέχει έδρα Εξωτερικής Πολιτικής στο Brookings Institution και έχει υπηρετήσει στην αμερικανική πρεσβεία στο Πεκίνο από το 2008 έως το 2012, οι ΗΠΑ παραμένουν η ισχυρότερη δύναμη στη σχέση ΗΠΑ – Κίνας και έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι μπορεί να παραμείνουν έτσι. Σε άρθρο του στο Foreign Affairs τονίζει πως όσα εμπόδια και αν αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ, είναι σημαντικά μεγαλύτερα αυτά που αντιμετωπίζει η Κίνα.
Καταγράφοντας, άλλωστε, τα επιτεύγματα της Κίνας, η υπερδύναμη ανασυντάσσει τις δυνάμεις της. Πρώτα απ’ όλα έχει ήδη δρομολογήσει την αύξηση της παραγωγής σπάνιων γαιών, των πρώτων υλών που είναι αναγκαίες σε όλες τις σύγχρονες τεχνολογίες. Στις σπάνιες γαίες έχει εδώ και πάνω από 30 έτη σχεδόν παγκόσμιο μονοπώλιο η Κίνα, εξαιτίας, όμως, σφαλμάτων των ΗΠΑ, που είχαν δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια αγορά σπάνιων γαιών τη δεκαετία του 1980 και άφησαν σταδιακά την Κίνα να τις εκτοπίσει. Και τα σημαντικότερα μυαλά της Αμερικής συστρατεύονται στο πλευρό της αμερικανικής κυβέρνησης. Προ ημερών, παρουσίασε τις προτάσεις της για επενδύσεις ύψους 32 δισ. δολαρίων σε τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη διακομματική επιτροπή του Κογκρέσου, στην οποία συμμετέχουν υψηλόβαθμα στελέχη των ισχυρότερων αμερικανικών βιομηχανιών, των Oracle, Amazon, Microsoft και Google.