Δεν προτείνει δημόσια έρευνα ο ανεξάρτητος ειδικός εισηγητής Ντέιβιντ Τζόνστον
Δε χρειάζεται μια ανεξάρτητη δημόσια έρευνα, για να ρίξει φως στην ξένη παρέμβαση στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2019 και του 2021, παρόλο που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χώρες όπως η Κίνα, εξακολουθούν να προσπαθούν ακόμα και σήμερα να επηρεάσουν υποψηφίους και ψηφοφόρους, καταλήγει η έκθεση του ανεξάρτητου ειδικού εισηγητή Ντέιβιντ Τζόνστον, που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τρίτη 23 Μαΐου.
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ
Ο ειδικός εισηγητής, Ντέιβιντ Τζόνστον, ενώ απορρίπτει μια δημόσια έρευνα, θεωρεί ωστόσο σκόπιμο να πραγματοποιήθούν δημόσιες ακροάσεις για τα «σοβαρά ζητήματα» διακυβέρνησης και πολιτικής που έχουν επισημανθεί τις τελευταίες εβδομάδες, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ υπηρεσιών ασφαλείας και διαφόρων υπουργείων. Προτείνει τη διεξαγωγή αυτών των δημόσιων ακροάσεων στο πλαίσιο της δεύτερης φάσης της θητείας του, η οποία λήγει τον Οκτώβριο 2023. Ο πρωθυπουργός Τζάστιν Τρουντό αποδέχτηκε και επαίνεσε την ποιότητα της έκθεσης του Τζόνστον.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης όμως συνεχίζουν να απαιτούν δημόσια έρευνα. Κόντρα σε κάθε προσδοκία, ο κ. Τζόνστον υποστηρίζει ότι μια τέτοια προσέγγιση «δε θα ήταν δυνατή λόγω της ευαίσθητης φύσης των πληροφοριών που εμπλέκονται», όπως αναφέρει στην έκθεσή του 65 σελίδων.
Το Συντηρητικό Κόμμα, το Μπλοκ του Κεμπέκ και το Νέο Δημοκρατικό Κόμμα (NDP) επέκριναν δριμύτατα την απόφαση του κ. Τζόνστον να αποκλείσει αυτή την επιλογή.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ GLOBE AND MAIL
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζητούσαν να διεξαχθεί έρευνα εδώ και μήνες, μετά τις αποκαλύψεις της Globe and Mail το Μάρτιο, ότι η Κίνα στις περασμένες εκλογές χρησιμοποίησε εξελιγμένες στρατηγικές, για να εξασφαλίσει την εκλογή μιας κυβέρνησης μειοψηφίας Φιλελεύθερων και την ήττα ορισμένων συντηρητικών υποψηφίων, που θεωρήθηκαν εχθρικοί προς το κομμουνιστικό καθεστώς στο Πεκίνο.
Η Globe and Mail έχοντας πρόσβαση σε αναφορές της Canadian Security Intelligence Service (CSIS), αποκάλυψε ότι ο συντηρητικός βουλευτής Michael Chong και τα μέλη της οικογένειάς του που ζουν ακόμα στο Χονγκ Κονγκ, είχαν εκφοβιστεί από Κινέζους πράκτορες, επειδή ο βουλευτής του Οντάριο είχε υποστηρίξει μια πρόταση στην Καναδική βουλή που αποκαλούσε τη μεταχείριση της μειονότητας των Ουιγούρων στην Κίνα ως γενοκτονία.
«ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ»
Σύμφωνα με τον κ. Τζόνστον, είναι σημαντικό να αναλύσουμε αυτές τις πληροφορίες στο πλαίσιο για να μπορέσουμε να εξαγάγουμε «ενημερωμένα συμπεράσματα», διότι σύμφωνα με τον ίδιο, «συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι λιγότερο ανησυχητικές από ό,τι έχουν υποδείξει ορισμένα ΜΜΕ». Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι πληροφορίες «ζωγραφίζουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα της κατάστασης από αυτή που έχει αναφερθεί μέχρι τώρα».
Για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι έχει αναθεωρήσει πληροφορίες που συγκέντρωσε το CSIS και δε βρήκε στοιχεία ότι η Κίνα χρησιμοποίησε οποιοδήποτε σχέδιο για να διευκολύνει την εκλογή μιας μειοψηφικής Φιλελεύθερης κυβέρνησης το 2021, αν και συμφωνεί ότι «ένας μικρός αριθμός Κινέζων διπλωματών» εξέφρασε προτίμηση για Φιλελεύθερο Κόμμα έναντι του Συντηρητικού Κόμματος. Κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα, ότι ο ισχυρισμός που ανέφερε η Global News, ότι ένας βουλευτής των Φιλελευθέρων της περιοχής του Τορόντο, ο Χαν Ντονγκ, συμβούλεψε το κινεζικό προξενείο στο Τορόντο το 2021 να καθυστερήσει την απελευθέρωση των δύο Μιχαήλ, ήταν «ψευδής».
Ο κ. Τζόνστον επιμένει ότι τα αποτελέσματα των δύο τελευταίων ομοσπονδιακών εκλογών δεν έχουν αλλοιωθεί από ξένες παρεμβάσεις. Πιστεύει ότι οι διαρροές στα μέσα ενημέρωσης και οι επακόλουθες δημοσιεύσεις οδήγησαν σε «παρεξηγήσεις» σχετικά με περιστατικά που φέρεται να συνέβησαν κατά τις εκλογές του 2019 και του 2021.
«Η ξένη παρέμβαση συνήθως δεν έχει τη μορφή διακριτών, μεμονωμένων κομματιών νοημοσύνης και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί λέγοντας «κοίτα τι βρήκα!», εκτός αν η κατάσταση είναι ιδιαίτερα επείγουσα», σημειώνει ο κ. Τζόνστον στην έκθεσή του.
Επιβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να καταβάλει τις απαραίτητες προσπάθειες για να εντοπίσει τους υπεύθυνους για αυτές τις διαρροές, ειδικά επειδή μπορούν να προκαλέσουν ζημιά στα συμφέροντα του Καναδά. «Δεν μπορείς να αποκλείσεις την κακία».
Ο κ. Τζόνστον παραδέχτηκε στην έκθεσή του ότι αρχικά ήταν προκατειλημμένος υπέρ της διεξαγωγής δημόσιας έρευνας, τονίζοντας ότι «η διαφάνεια και η αλήθεια είναι οι πυλώνες της εμπιστοσύνης». Άλλαξε όμως γνώμη, μετά την εργασία που έκανε και αφού είχε πρόσβαση σε «άκρως απόρρητα» έγγραφα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι απίθανο μια δημόσια έρευνα να ρίξει νέο φως σε όλη αυτή την υπόθεση. Μια τέτοια άσκηση δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί «δημόσια» ούτως ή άλλως, λόγω της ευαίσθητης φύσης των πληροφοριών εθνικής ασφάλειας.
Τόνισε ότι δε βρήκε περιπτώσεις όπου οι υπουργοί, ο πρωθυπουργός ή το υπουργικό συμβούλιο «αγνόησαν εσκεμμένα πληροφορίες, συμβουλές ή συστάσεις για ξένες παρεμβάσεις» λόγω κομματικών σκέψεων.
Ο κ. Τζόνστον πιστεύει ότι ο Καναδάς πρέπει να υιοθετήσει μια εξελιγμένη και αντικειμενική στρατηγική εθνικής ασφάλειας. «Η ξένη παρέμβαση όχι μόνο υπονομεύει τα πολιτικά κόμματα, αλλά και τα θεμέλια της δημοκρατίας μας», είπε. Εκφράζει την επιθυμία αυτό το ερώτημα να «ξεπεράσει τις κομματικές διαιρέσεις» και «να ενώσει όλα τα κόμματα σε έναν κοινό σκοπό που στοχεύει στην υπεράσπιση της δημοκρατίας μας και της ακεραιότητας των εκλογών μας».
Στο πλαίσιο των εργασιών του, ο κ. Τζόνστον και η ομάδα του συναντήθηκαν με περίπου 50 άτομα, μεταξύ άλλων με τον πρωθυπουργό Τζάστιν Τρουντό και ορισμένους από τους υπουργούς του, καθώς και με αξιωματούχους της Καναδικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CSIS), μεταξύ άλλων. Συναντήθηκε επίσης με τον ηγέτη του Μπλοκ Κεμπεκουά, Ιβ-Φρανσουά Μπλάνσε, τον ηγέτη του NDP, Τζάγκμιτ Σινγκ και την πρώην ηγέτη του Συντηρητικού Κόμματος, Έριν Ο’ Τουλ.
Ο κ. Τζόνστον προσπάθησε να συναντήσει το σημερινό ηγέτη του Συντηρητικού Κόμματος, Πιερ Ποϊλιέβ, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε να συναντηθεί μαζί του.
ΑΜΦΙΣΒΗΤΕΙΤΑΙ Η ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑ
Το Συντηρητικό Κόμμα και το Μπλοκ του Κεμπέκ επέκριναν δριμύτατα το διορισμό του κ. Τζόνστον, υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι οι δεσμοί φιλίας μεταξύ του ίδιου και της οικογένειας Τρουντό θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του.
Ο ηγέτης των Συντηρητικών Pierre Poilievre σημείωσε επίσης, ότι ο κ. Johnston ήταν μέλος του Ιδρύματος Pierre-Elliott-Trudeau. Να σημειωθεί επίσης, ότι ο κ. Τζόνστον διορίστηκε Γενικός Κυβερνήτης από τον πρώην συντηρητικό πρωθυπουργό Στίβεν Χάρπερ.
Τέλος, στο κάλεσμα του πρωθυπουργού Τρουντό προς τους ηγέτες των κομμάτων να δουν τα έγγραφα, εκτός από τον Σινγκ του NDP, οι άλλοι αρνήθηκαν./ © ΤΑ ΝΕΑ